- διαναγκάζω
- διαναγκάζω (Α)1. ασκώ πίεση ή εφαρμόζω βία, εξαναγκάζω2. (για εξαρθρωμένα μέλη) επαναφέρω στη θέση τους, ενεργώ ανάταξη3. παθ. διαναγκάζομαιδιαστέλλομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαναγκάζῃ — διαναγκάζω drill pres subj mp 2nd sg διαναγκάζω drill pres ind mp 2nd sg διαναγκάζω drill pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζει — διαναγκάζω drill pres ind mp 2nd sg διαναγκάζω drill pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκαζομένη — διαναγκάζω drill pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκαζομένου — διαναγκάζω drill pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκαζόμενος — διαναγκάζω drill pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζειν — διαναγκάζω drill pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζεσθαι — διαναγκάζω drill pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζηται — διαναγκάζω drill pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάζονται — διαναγκάζω drill pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναγκάσῃς — διαναγκάζω drill aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)